1. Είχα ένα όμορφο σπίτι με κήπο
διώροφο με πέτρινο τοίχο
στο κέντρο τής Σμύρνης χτισμένο
αισθανόταν κι αυτό σκλαβωμένο.
2. Είχα δυο παιδιά και μία κυρά
που μ΄ αγαπούσαν τόσο δυνατά
τίποτα δεν ήθελα να λείπει
απ΄ αυτούς , εμένα, και το σπίτι.
3. Είχα ένα μαγαζί στην παραλία
έρχονταν όλοι εκεί, λέγαμε αστεία
Έλληνες και Τούρκοι, πίναμε απ΄τα ίδια
μεταμορφώθηκαν αργότερα σε φίδια!
4. Είχα στο λαιμό μου Παναγία
φυλαχτό, για το κακό και τα σκυλιά
είχα και δυο φίλους μου νταήδες
σ΄ όλα όσα έκαναν ατσίδες.
5. Ήμουνα ψηλός, είχα και ήθος
ήλπιζα να αναστηθεί ο μύθος
εκείνος που είχα ακούσει από μικρό
που θέλει την Ελλάδα να φτάνει ως εδώ!
6. Τό μύθο τον είπα στα παιδιά μου
σπλάχνα , απ τα σπλάχνα τα δικά μου
στην χώρα την απέναντι να ελπίζουν
μόνο στην αγκαλιά τους ελπίδα θα γεμίζουν !
7. Αρχόντισσα την είχα την κυρά μου
ήτανε όμορφη, έβρισκα την χαρά μου
είχε μεγάλη, στοργική καρδιά
έκλεινε μέσα της, εμε και τα παιδιά !
8. Ένα πρωινό απ΄την παραλία
είδα το στρατό, μέσα στα πλοία
ΑΧ ! Πόσο ατέλειωτη ήταν η χαρά
έτρεξα, έφερα να δουν και τα παιδιά !
9. Βγάλαμε σημαία στο μπαλκόνι
άρχισε και αυτή να καμαρώνει
πήρε άλλο χρώμα η ζωή μας
τώρα, η Παναγία ήταν μαζί μας !
10. Όλα τώρα , τα βλέπαμε σωστά
λίγοι Τούρκοι μας κοιτούσανε λοξά
βοήθεια ζητούσαν και την είχαν
μια κι απ΄τη βρωμιά απείχαν !
11. Είχα τον Αλή στην γειτονιά
έρχονταν στο σπίτι τακτικά
φίλοι τα παιδιά , με τα δικά μου
εμένα , με φώναζε άρχοντα μου !
12. Μα ένα πρωινό του 22
αισθάνθηκε η καρδία μου ένα κρύο
γέμισε φόβο, ανασφάλεια η καρδιά
μα η ελπίδα την κάνει να χτυπά !
13. Βλέπω τον Αλή , με κάτι άλλους
να πουλούν χρυσά σε κάτι Γάλλους
σμίξανε τα βλέμματα, γέλασε ειρωνικά
ο νους μου πήγε αμέσως στα παιδιά !
14. Οι φήμες οργιάζουν σαν τους κλέφτες
φεύγει ο στρατός, έρχονται οι Τσέτες
οι πρώτοι πρόσφυγες απ΄την ανατολή
με δάκρυα στα μάτια , ψάχνουν για στοργή !
15. Αρχίσανε το βράδυ οι σφαγές
πιάνουν τους άνδρες, ανοίγουν τις κοιλίες
όπου βρουν, στους δρόμους, στα κρεβάτια
έτσι να δουν, το χάρο με τα μάτια !
16. Βιάζουν τις γυναίκες, τα κορίτσια
άχρηστοι άνθρωποι, πρόστυχα βίτσια !
σφάζουν αγόρια, τα μικρά τα κλέβουν
ότι αντιστέκεται , ως το τέλος το παιδεύουν !
17. Φωνές, κραυγές, κλάματα μας τρομάζουν
όλο το βράδυ, την ψυχή μας κομματιάζουν
μάζεψε είπα, λεφτά , χρυσαφικά
πάμε να φύγουμε, να βρούμε γιατριά !
18. Πέρασε το βράδυ, έτσι μ΄αγωνία
και το πρωί , εμείς στην παραλία
βρήκα έναν Άγγλο, χίλιες λίρες μετρητά
να πάρει εμάς, και τα παιδιά !
19. Στο καράβι , δεν μ΄αφήσανε να μπω
δεν παίρνουμε άλλους, εσύ μένεις εδώ
φίλησα, έκλαψα, μαζί με τους δικούς μου
έμεινα πίσω, να φυλάω τους καημούς μου !
20. Στη Χιό, εκεί να πάτε και θα ΄ρθω
με όποιο τρόπο μπορώ και θα σας βρω
ότι κι αν συμβεί, να έχετε ελπίδα
πάτε, ΚΑΙ ΝΑ ΑΓΑΠΑΤΕ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ !
21. φύγαν, έψαξα βρήκα τον Αλή
Του έδωσα σπίτι, μαγαζί
Μου δώσε ρούχα, μ΄ έκρυψε στο βουνό
κι από ψηλά , έβλεπα το κακό !
22. Κόλαση σωστή κάτω στην πόλη
τρέχαν να μη δουν το χάρο όλοι
τα καράβια φορτωμένα με λαγούς
Άγια χώματα , αφημένα στους εχθρούς !
23. Πέρασαν δυο μήνες, ένας χρόνος
κρυμμένος μες στο δάσος, τόσο μόνος
ώσπου ένα πρωί , είπα θα πάω
στην πόλη , ότι μ΄ευρει το τραβάω !
24. Δεν με αναγνώρισε κανείς
όσο για Ρωμιό, μην το στεφτείς
πήγα στο τζαμί να προσκυνήσω
με υπόκλιση τα ίχνη μου να σβήσω !
25. Ζητιάνος, άμοιρος στην παραλία
ψάχνω τρόπο, να ΄βρω σωτηρία
θέλω να βγω, να σαλπάρω, να σωθώ
τα βράδια που δεν βλέπουν, κάνω το σταυρό !
26. Πέρασε ένας μήνας, ένας χρόνος
δίχως να βρεθεί ο τρόπος
λέω μέσα μου, "κανε κάτι να σωθείς"
με την ανάμνηση , να ζήσεις δεν μπορείς !
27. Δέχτηκα την μοίρα μου προχώρησα
έπιασα δουλειά, παντρεύτηκα, υποχώρησα
πήρα μια φτωχή, μια μουσουλμάνα
για να γίνει των παιδιών μου μάνα !
28. Μέσα σε δυο χρόνια, δυο παιδιά
δυο αγόρια , δυο λεβέντες να
μα δεν είχα δύναμη να αντέξω
δυο παιδιά , για την Τουρκία να θρέψω !
29. Σκότωσα ένα βράδυ την κυρά μου
πήρα τα παιδιά , τα υπάρχοντα μου
τραβήξαμε ψηλά, για το βουνό
να προσκυνήσουμε οι τρεις μας το Χριστό !
30. Έφτιαξα στο δάσος μία καλύβα
κρυφό σχολείο στα μάτια μου την είδα
μάθαινα στους γιους μου Ελληνικά
τους είπα μην το πούνε πουθενά !
31. Τούρκικο ,συμβούλεψα , είναι το σώμα
Ελληνικό, η ψυχή, κι αυτό το χώμα
θα προσκυνάτε , θα μιλάτε Τουρκικά
θα πολεμάτε , για να έρθει η Λευτεριά !
32. Γέρασα και γίνανε λεβέντες
μες την πόλη, ψάχνω για κουβέντες
αγόρασαν το σπίτι τα παιδιά
εκείνο που είχα, πριν τη συμφορά !
33. Το κεντρικότερο της πόλης καφενείο
το ΄χαμε εμείς, πάνω ξενοδοχείο
έρχονταν Χριστιανοί, κάτι γυρεύαν
δεν μπορούσα να βοηθώ, πως με παίδευαν !
34. Αύγουστος ήτανε , ζεστός, μέρες του 62
μια γριά, κατεβαίνει από ένα πλοίο
ήρθε στον καφενέ, μαζί με τον καημό της
έψαχνε λέει, για τον άντρα τον δικό της !
35. Δεν ήθελε να πει στα Τουρκικά
δεν ήθελα να πω στα Ελληνικά
ένας χαφιές απέναντι κοιτούσε
ένα λάθος όλα τα γκρεμούσε !
36. Έγραψα σε πακέτο του καπνού
''Μείνε εδώ Κυρα του Φεγγαριού ''
τα μάτια της αστράψαν σαν τον ήλιο
έκλεισε δώμα , στο δικό της το βασίλειο !
37. Την έλεγα ''Κυρά του Φεγγαριού''
γιατί η λάμψη της σκορπίζονταν παντού
τόσα χρόνια βάσανα, την φλόγα δεν νικήσαν
αν το κορμί χαλάσανε, ψυχή δεν τη λύγισαν !
38. Ήρθε το βράδυ, ανέβηκα, στην κάμαρα της μπήκα
στην αγκαλιά της έπεσα, ξαπόστασα και βγήκα
δάκρυα ατέλειωτης χαράς, πότιζαν τις ρυτίδες
τα πρόσωπα μας λάμπανε, ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑΣ αψίδες !
39. Της είπα τη δική μου ιστορία
σαράντα χρόνια σκλαβιά και αγωνία
δυο πρόσωπα σ΄ ένα κορμί και μια ψυχή
ένα κάθαρμα σε ύπνου φυλακή !
40 . Μιλούσα, με κοιτούσε μ΄απορία
της έπιασα τα χέρια, ήταν τόσο κρύα
κατακαλόκαιρο το αίμα είχε παγώσει
ίσως ο χρόνος, την είχε φαρμακώσει !
41. Τέλειωσα , μείναμε λίγο σιωπηλοί
στα μάτια της, φάνηκε μια λάμψη δυνατή
σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι
την άφησα να μείνει λίγο μόνη !
42. Η πόλη άρχιζε τα μάτια της να κλείνει
τα ζευγάρια περναν το δρόμο για την κλίνη
στο διπλανό δωμάτιο έριξε ο σουμιές
κάτω απ΄τα πόδια μας, νέκρωνε ο καφενές !
43. Οι σκέψεις μαλακώνουν τον καημό
όπως το φάρμακο , τον πόνο το φρικτό
γύρισε , μπήκε στην γέρικη αγκαλιά μου
είπε πως θέλει να γνωρίσει τα παιδιά μου
44. Σαν φύγαμε τα δύσκολα τα χρόνια
ήμασταν τρία δέντρα δίχως κλώνια
μείναμε στην Χίο τρία καλοκαίρια
μα πέσαν οι ελπίδες μας, απ΄την καρδία στα χέρια !
45. Δεύτερη φυγή, σε δεύτερο καράβι
ο δρόμος για τον Πειραιά , ελπίδες πάλι ράβει
το΄χαμε πάρει απόφαση που λες
η ελπίδα έχει όρια σε σκάρτες εποχές !
46. Ενα χωράφι στην Νέα Ιωνία
μια καμαρούλα, να αντέξουμε τα κρύα
έξι κουβέρτες και τα ρούχα τα παλιά
μ΄ αυτά αρχίσαμε και με παράπονα πολλά !
47. Ξένοι στην αγκαλιά της μάνας μας πατρίδας
ο Λευτέρης, πρώτος ρίζωσε, ατσίδας !
η Ευτυχία , άργησε, μα μπήκε στην σειρά
στο σχολειό και οι δύο πηγαίνανε καλά !
48. Τα πρώτα έτη, της ντροπής, παραδουλεύτρα
και με το φόβο μη με πούνε κλέφτρα
σε αρχοντικά , εγώ η αρχόντισσα δουλεύω
με την ανάγκη τον εγωισμό εγώ κλαδεύω !
49. Το σπίτι, το περβόλι , τα παιδιά
είχε αναλάβει η κυρά Δέσποινα η Σμυρνιά
εξήντα χρόνων τότε η καημένη
έθαψε άντρα και παιδιά , Τουρκιά καταραμένη !
50. Ήρθε σπίτι, ένα βράδυ βροχερό, εξαντλημένη
λεβέντισσα γυναίκα, απ την πίκρα αγχωμένη
σαν έφαγε , είπε την φρικτή της ιστορία
έκλεισε λέγοντας, "θέλημα θεού, η αμαρτία ?''
51. ''Κόρη μου'' ,έλεγε, ''Άνθρωποι μοιράζουν τους λαούς"
"Άνθρωποι σπέρνουν το κακό, απ΄τους παλιούς καιρούς
μα η Ελλάδα και όλη η Μικρά Ασία
για λίγο χώρισαν μετά από προδοσία "'
52. Την κράτησα μαζί μας, γίναμε ένας
δεσμός καρδίας, που δεν έσπασε κανένας
διάβαζε τα παιδιά, έδινε συμβουλές
μας <έδιωχνε> από το σπίτι, πάντα με ευχές !
53. Έρχονταν, έφευγαν , γοργά τα καλοκαίρια
μαζί τους έπερναν γοργά και τη μιζέρια
σταθήκαμε στα πόδια, κάναμε προκοπή
Δόξα τον Κύριο, μας έδειξε στοργή !
54. Ο γιος μας στο στρατό, κοιτά ανατολή
η κόρη στο σχολειό , παιδιά χειραγωγεί
εγώ στην σύνταξη, ιστορίες στα εγγόνια
λέω για τούτη την Πατρίδα, την αιώνια !
55. Δεν άφησα να μ΄αγαπήσει άντρα, κανένας
στην καρδία και το κορμί, δεν μπήκε ένας
αγάπη κι έρωτα , εγώ είχα ξεγράψει
η επιβίωση τον πόθο είχε θάψει !
56. Χτυπά η πόρτα , μπαίνει στην αγκαλιά μου
δειλά ανοίγει, προβάλουν τα παιδιά μου
το πρόσωπο , παίρνει της μάνας τη στοργή
μέσα στο δώμα αιωρείται η σιωπή !
57. Ο Κωνσταντίνος από δω, ο τρομερός
σε άλλους καιρούς, θα γινόταν στρατηγός
δίπλα ο Βασίλης, ο μικρότερος σου γιος
σ΄ άλλους καιρούς, θα γίνονταν γιατρός !
58. Η μάνα ,ήρθε απ΄τα παλιά για να μας δει
ζει στη χώρα που ο φόβος είναι ντροπή
μικρά σας άφησε, για να βρει λευτεριά
δεν άντεχε παιδιά μου, την Μογγολική σκλαβιά !
59. Μάνα, μας πέταξες εδώ για να σωθείς
θέλει τόλμη δυο μωρά να αρνηθείς
μη διστάζεις , έλα ως εδώ
την αγκαλιά σου θέλω μάνα να αισθανθώ !
60. Κακία δεν κρατώ, σου λέω έλα
άσε τα κλάματα, μάνα μου και γέλα
Η ζωή έχει πίκρες και χαρές
ξεχνιούνται όλα, γέμισε μας με ευχές !
61. Πως χώρεσαν τα στήθη δυο θεριά ?
Πώς έσβησε η χαρά ,τη συμφορά ?
Όταν στις φλέβες ρέει αίμα Ελληνικό
φοβάται ο διάολος , τρέμει το Χριστό !
62. Πάλι σιωπή βασίλεψε στο δώμα
όλα τα αισθήματα , με μίας αλλάξαν χρώμα
δεν χορταινε να βλέπει ένας τον άλλο
σα να θωρείς, νησιώτισσα , στης εορτής το μπάλο.
63. Είμαστε και άλλοι εδώ Ρωμιοί
στον τόπο που νοίκιασαν οι κακοί
το δέντρο απλώνει ρίζες πάλι εδώ
φτιάξαμε μάνα και κρυφό σχολειό !
64. Κρυφή κοινότης δυο χιλιάδων χριστιανών
μεγαλώνει μες την τρέλα δύσκολων καιρών
δεν ξεπαστρεύεται η Ελληνική ψυχή
μισή να μείνει, ξεκινά απ΄την αρχή !
συνεχίζεται .....
Απαγορεύεται η μερική η ολική αναδημοσίευση
χωρίς την άδεια του δημιουργού.
Κ.Ν.Σ
15/06/2010
(στη διάθεση του BLOG τα στοιχεία του δημιουργού )